ωοιοί

ωοιοί
και ὠαιαί και αιολ. τ. ᾤαι, Α
(κατά τα ανέκδοτα Βεκκήρου) επιφώνημα που δηλώνει άλγος, πόνο, ὠαιαί*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”